τυφωνικός

τυφωνικός
-ή, -ό / τυφωνικός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και τυφωνιακός Α [τυφῶν, -ῶνος]
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τυφώνα, στον τροπικό κυκλώνα
2. φρ. «τυφωνικό κύμα»
(μετεωρ.) μεγάλου ύψους κύμα που δημιουργείται από τον τυφώνα καθώς αυτός κινείται προς τις ακτές και ωθεί το νερό, προξενώντας μεγάλες καταστροφές στα λιμάνια και στις άλλες εγκαταστάσεις, όπως και στους παράκτιους οικισμούς
μσν.-αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Τυφώνα ή που προέρχεται από αυτόν
2. θυελλώδης («ἄνεμος τυφωνικὸς ὁ καλούμενος Εὐροκλύδων», ΚΔ).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Τυφωνικός — Τῡφωνικός , Τυφωνικός Typhonian masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τυφωνικά — Τῡφωνικά , Τυφωνικός Typhonian neut nom/voc/acc pl Τῡφωνικά̱ , Τυφωνικός Typhonian fem nom/voc/acc dual Τῡφωνικά̱ , Τυφωνικός Typhonian fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τυφωνικῶν — Τῡφωνικῶν , Τυφωνικός Typhonian fem gen pl Τῡφωνικῶν , Τυφωνικός Typhonian masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τυφωνικόν — Τῡφωνικόν , Τυφωνικός Typhonian masc acc sg Τῡφωνικόν , Τυφωνικός Typhonian neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυφωνιακός — ή, όν, Α βλ. τυφωνικός …   Dictionary of Greek

  • τυφώνιος — και τυφώνειος και τυφαόνιος, (ε)ία, ον, Α [Τυφῶν, ῶνος / Τυφάων] 1. τυφωνικός 2. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ τυφώνιοι α) οι άνθρωποι τους οποίους έκαιγαν στην Αίγυπτο σε ορισμένες περιστάσεις β) (κατ επέκτ.) άνθρωποι αναίσθητοι, μωροί 3. το… …   Dictionary of Greek

  • ՈՒՌՈՒՑԻԿ — ( ) NBH 2 0555 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 10c, 14c ա. ՈՒՌՈՒՑԻԿ որ եւ ՈՒՌՈՒՑՈՒԿ. Ուռուցեալ. այտուցեալ. ըստ յն. եւ մրրկեալ. փոթորկային. ... եւ Փափուկ. ... τυφωνικός procellosus եւ ἀπαλός tener, mollis. *Անկաւ զնովաւ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • Τυφωνικοῖς — Τῡφωνικοῖς , Τυφωνικός Typhonian masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τυφωνικοί — Τῡφωνικοί , Τυφωνικός Typhonian masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τυφωνικοῦ — Τῡφωνικοῦ , Τυφωνικός Typhonian masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”